- πλέουσιν
- πλέωsailpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)πλέωsailpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Minuscule 712 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 712 Name Codex Algerina Peckower 1 Text Gospels, Acts, Pauline epistles Date 11th cent … Wikipedia
πελάγιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιστρία και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Θεωρείται πολιούχος και προστάτης της Κωνστάντζας. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Αυγούστου. 2. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο το 925. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
προσανεγείρω — Μ 1. ανεγείρω κάτι επιπροσθέτως 2. εγείρω, ανυψώνω («τό... πέλαγος... κύματα μακρά... προσανεγεῑρον τοῑς πλέουσιν», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνεγείρω «ανυψώνω, χτίζω, οικοδομώ»] … Dictionary of Greek